- στάθμημα
- στάθμ-ημα, ατος, τό,A calculation, estimate, τὰ τῆς ἑκάστου ψυχῆς ς. Ph.1.614.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στάθμημα — τὸ, Α [σταθμῶ] εκτίμηση, αξιολόγηση … Dictionary of Greek
σταθμήματα — στάθμημα calculation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)